- χιτῶνι
- χιτώνgarment worn next the skinmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DEGRADATIO — I. DEGRADATIO in Communione Romana, Depositione longe gravior, est poena Ecclesiastica, quâ Clericus, oblatis ordinis Insignibus, ab Episcopo, coram Iudice Saeculari, cui postmodum traditur, privatur titulo Clericali: Episcopis vero degradatis… … Hofmann J. Lexicon universale
γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν … Dictionary of Greek
πετρήεις — εν Α 1. (για περιοχές) πετρώδης, βραχώδης 2. αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη 3. εκείνος που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek
συνεκδύομαι — ΜΑ εξέρχομαι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως αρχ. (ιδίως σχετικά με ένδυμα) βγάζω μαζί ή συγχρόνως συναποβάλλω* («τῷ χιτῶνι συνεκδύεσθαι τὴν αἰδῶ τὰς γυναῑκας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδύω «εξέρχομαι, γδύνω»] … Dictionary of Greek
χιτῶν' — χιτῶνα , χιτών garment worn next the skin masc acc sg χιτῶνι , χιτών garment worn next the skin masc dat sg χιτῶνε , χιτών garment worn next the skin masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕЛИКИЕ ПОНЕДЕЛЬНИК, ВТОРНИК, СРЕДА — Первые 3 дня Страстной cедмицы, начало непосредственной подготовки к празднику Пасхи. Главным содержанием богослужения этих дней является размышление о приближающемся воспоминании Страстей Господних. Кроме того, эти дни посвящены притчам и… … Православная энциклопедия